- κοτύλαι
- κοτύληanything hollowfem nom/voc plκοτύλᾱͅ , κοτύληanything hollowfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
МЕРА — I. • Maera, Μαι̃ρα, 1. см. Icarius, Икарий; 2. дочь Прэта, подруга Артемиды, убитая ею за то, что родила от Зевса Локра (который вместе с Амфионом и Зетом основал Фивы). Ноm. Il. 11, 326; 3. дочь Атланта,… … Реальный словарь классических древностей
МЕРА — I. • Maera, Μαι̃ρα, 1. см. Icarius, Икарий; 2. дочь Прэта, подруга Артемиды, убитая ею за то, что родила от Зевса Локра (который вместе с Амфионом и Зетом основал Фивы). Ноm. Il. 11, 326; 3. дочь Атланта,… … Реальный словарь классических древностей
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
τρικότυλος — ον, θηλ. και ύλη, Α 1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῡνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δι κότυλος] … Dictionary of Greek